Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡ ἔμμετρος

См. также в других словарях:

  • ἔμμετρος — in measure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έμμετρος — η, ο (AM ἔμμετρος, ον) αυτός που έχει συντεθεί σε μέτρο, σε στίχους («έμμετρο κείμενο», «έμμετρη μετάφραση») νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. κολεόπτερο έντομο τής οικογένειας τών χρυσομηλιδών αρχ. μσν. φρ. «ἔμμετροι ποιηταί» αυτοί που χρησιμοποιούν… …   Dictionary of Greek

  • έμμετρος — η, ο επίρρ. α ο συνταγμένος σε ποιητικό μέτρο, σε στίχους: Έμμετρη μετάφραση της Ιλιάδας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐμμετρότερον — ἔμμετρος in measure adverbial comp ἔμμετρος in measure masc acc comp sg ἔμμετρος in measure neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετρότατα — ἔμμετρος in measure adverbial superl ἔμμετρος in measure neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετρώτερον — ἔμμετρος in measure masc acc sg ἔμμετρος in measure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμέτρως — ἔμμετρος in measure adverbial ἔμμετρος in measure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔμμετρον — ἔμμετρος in measure masc/fem acc sg ἔμμετρος in measure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετροτέρους — ἔμμετρος in measure masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετρότατος — ἔμμετρος in measure masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμμετρότερος — ἔμμετρος in measure masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»